Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Ο δρόμος μας.










Σκέφτεται και υπεραναλύει τα πάντα.
Φοβάται για τα πάντα και πάντα.
Είναι στη φύση της να μην εμπιστεύεται
κανέναν.
*



Κάποτε περπατούσαμε δίπλα δίπλα σε έναν δρόμο ατελείωτο, με πολλά μικρά φώτα
στο τέλος του. Μου έλεγες πως όταν φτάσουμε στα φώτα, θα έχουν όλα τελειώσει.
Ο φόβος, η αμφιβολία, η θλίψη, ο πόνος. Όλα. Τότε θα ήμασταν ελεύθεροι.
Δε θα μας κρατούσε τίποτα πίσω.
Κι όμως, δίσταζα να φτάσω μέχρι το τέλος. Ήξερα πως εκεί θα σε έχανα. Ή θα με έχανες. Θα
χανόμασταν τέλος πάντων. Δε θα ήταν όπως πρώτα. Γι’ αυτό και φρόντισα όσο
περπατούσαμε μαζί, να λείπουν οι γκρίνιες, τα λάθη και οι κόντρες. Προσπαθούσα να
μεγαλώσω την απόστασή μας από το τέλος του δρόμου κάνοντας συχνές παύσεις. Έφευγα
συνειδητά από δίπλα σου, αλλά δε χανόμουν. «Απομακρύνομαι...», μου ‘χε πει κάποτε μια
φίλη, «...δε θα πει χάνομαι. Θα πει δίνω χώρο. Χώρο να αναπνεύσω, να ανασυντάξω
δυνάμεις και να ριχθώ πάλι στη μάχη που λέγεται αγάπη». Σ’ αυτές τις παύσεις δεν
αντιδρούσες. Ίσως σε συνέφερε τελικά. Ήξερες πως πάλι θα γυρνούσα.

- «Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δε θα αντέξεις μόνη.», μόνο αυτό μου έλεγες κάθε
φορά.

Αυτή η σιγουριά σου ήταν ενοχλητική. Φαινόσουν τόσο αλαζόνας. Ένιωθα πως ήθελα να
φύγω και να μη γυρίσω ποτέ πια. Όμως, είχες δίκιο και το ήξερα. Και ο λόγος που με
ενοχλούσε αυτή σου η σιγουριά ήταν επειδή δεν ήθελα να σου το παραδεχτώ. Έτσι, -σχεδόν
πάντα- επέμενα να σου λέω πως θα μπορούσα να κάνω τα πάντα ακόμα κι αν δεν
περπατούσες πλέον δίπλα μου. Κι άρχιζα να τρέχω, αφήνοντάς σε πίσω. Έτρεχα, έτρεχα,
ατελείωτες ώρες. Δεν ένιωθα τίποτα. Ένιωθα ένα κενό, προσπαθούσα να σε σβήσω από τη
μνήμη μου. Από το μυαλό και την καρδιά μου. Κάθε βήμα που έκανα ήταν ένα βήμα πιο
κοντά στο τέλος· ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος του δρόμου. Του δικού μας δρόμου. Ένα
βήμα πιο κοντά στο τέλος μας.
Πάντα όμως με προλάβαινες, γιατί σε πολλά σημεία έπεφτα και αργούσα να ξεκινήσω
ξανά. Αυτά τα σημεία ήταν οι στιγμές μας. Ήταν οι χαρές, ήταν τα χαμόγελα, ήταν τα
τηλεφωνήματα αργά το βράδυ, ήταν τα ξενύχτια μας, ήταν οι μπύρες μας, τα τσιγάρα σου
και το τσιριχτό μου γέλιο, ήταν τα αγγίγματα, ήταν τα μάτια σου στα μάτια μου, ήταν εγώ κι
εσύ. Ήταν πράγματα που μας ένωναν και που έκαναν το δρόμο προς το τέλος να μακραίνει.
Να μας μοιάζει ατελείωτος.
Και συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί, και πλέον όταν έρχονται αυτές οι άβολες «παύσεις», δε
λες τίποτα. Κι εγώ δεν τρέχω να ξεφύγω. Και επιστρέφω. Και συνεχίζουμε να περπατάμε
δίπλα δίπλα. Και σκοντάφτουμε μαζί σ’ εκείνα τα σημεία· τις στιγμές μας. Και τις ζούμε όσο
πιο δυνατά γίνεται. Γιατί ποτέ δε ξέρει κανείς πότε θα φτάσει στο τέλος του δρόμου – μα
όταν φτάσει δε θα μπορεί να κάνει πίσω, και θα είναι αργά για να ξεκινήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου