Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Μυρωδιά γιασεμιού.





Αν γυρίσεις κάποιο βράδυ, μια νύχτα του Αυγούστου μοναχή. 



Περπατώ στις μύτες των ποδιών μου στο παγωμένο μάρμαρο. Κρατάω την αναπνοή μου και τα παπούτσια στο χέρι,
καθώς ανεβαίνω τα σκαλιά. Τριγύρω επικρατεί απόλυτη ησυχία. Σχεδόν νεκρική.
Μόνο ένα ελαφρύ αεράκι σπάει τη μονοτονία.

Βγάζω τα ρούχα μου. Μυρίζουν τσιγάρο, κι ας μην καπνίζω.
Κάποιος τα έλουσε με το άρωμά του. Είναι το δικό σου άρωμα. Ανυπόφορο.
Παίρνω τα ρούχα και τα πετάω σε μια γωνία.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου. Στην τσέπη του παλτού βρίσκω ένα σημείωμα.
Το ανοίγω προσεκτικά. Είναι χιλιοτσαλακωμένο. Τα γράμματα αχνά:

«…το τριαντάφυλλο έχει αγκάθια. Πολλά και τόσο μικροσκοπικά που μετά βίας φαίνονται. Γι’ αυτό με πληγώνουν.
Τα χέρια μου γεμίζουν αίμα. Το πετάω μακριά, κάποιος περαστικός το πατάει.
Πώς γίνεται κάτι τόσο όμορφο να σε γεμίζει πόνο, και πώς γίνεται ο κάθε τυχάρπαστος να το καταπατά;
Να το διαλύει;…»

//hope.